
Εγώ για το χατήρι σου τρεις βάρδιες είχα κάνει, Είχα τον ήλιο στα βουνά και τον αητό στους κάμπους Και τον βοριά τον δροσερό τον είχα στα καράβια, Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός αποκοιμήθη Και τον βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια Κι έτσι του δόθηκε ο καιρός του χάρου και σε πήρε.
8 ΝΟΕΜΒΡΗ 2008 ---8 ΝΟΕΜΒΡΗ 2011
ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΩΝ !!!
Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010
Με γέλασε μία χαραυγή τ' αστρί και το φεγγάρι
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
κι ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
βλέπω τα 'λάφια να βοσκούν τ' αγρίμια ν' αρουλιώνται
και μία ελαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα,
όλο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβ' αγναντεύει
κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
κι όπου βρει μαύρο κούτσουρο, κάθεται να μιλήσει
κι όπου βρει μαύρο κάψαλο κάθεται να βοσκήσει
κι ο Ήλιος την ερώτησε κι ο Ήλιος τη ρωτάει.
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ απόσκια περπατείς τ' απόζερβ' αγναντεύεις
κι όπου βρεις γάργαρο νερό, θολώνεις το και πίνεις;
Ήλιε μου σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφη χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα κι εμπρός εγέννησα λαφάκι
κι εκεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το 'βρε που βοσκε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ο Ήλιος τότε δάκρυσε, κι έσβησε το φεγγάρι
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαριά αναστενάξαν.
Κλάψε με μάνα κλάψε με, με Ήλιο με Φεγγάρι.
και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια
κι ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
βλέπω τα 'λάφια να βοσκούν τ' αγρίμια ν' αρουλιώνται
και μία ελαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα,
όλο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβ' αγναντεύει
κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
κι όπου βρει μαύρο κούτσουρο, κάθεται να μιλήσει
κι όπου βρει μαύρο κάψαλο κάθεται να βοσκήσει
κι ο Ήλιος την ερώτησε κι ο Ήλιος τη ρωτάει.
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ απόσκια περπατείς τ' απόζερβ' αγναντεύεις
κι όπου βρεις γάργαρο νερό, θολώνεις το και πίνεις;
Ήλιε μου σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφη χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα κι εμπρός εγέννησα λαφάκι
κι εκεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το 'βρε που βοσκε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ο Ήλιος τότε δάκρυσε, κι έσβησε το φεγγάρι
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαριά αναστενάξαν.
Κλάψε με μάνα κλάψε με, με Ήλιο με Φεγγάρι.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)